λεβιρατικός

λεβιρατικός
-ή, -ό (Α λεβιρατικός, -ή, -όν)
φρ. «λεβιρατικός γάμος» — ο γάμος χήρας με τον ανδράδελφό της, που γινόταν συνήθως από τους Ιουδαίους και πολλούς άλλους αρχαίους λαούς, στην περίπτωση που η χήρα παρέμενε χωρίς αρσενικό παιδί από τον γάμο της με τον αποθανόντα σύζυγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. leviraticus «ανδραδελφικός» < levir, «ανδράδελφος, κουνιαδος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”